- λαθρεμπορία
- ηη λαθραία εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων με σκοπό την αποφυγή καταβολής τελωνειακών δασμών, το λαθρεμπόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακροβούτι — το 1. κατάδυση, βουτιά από ψηλά και κολύμπι κάτω από την επιφάνεια τού νερού για μεγάλη απόσταση 2. μτφ. κατάχρηση, κλοπή, λαθρεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βούτι (< βουτώ)] … Dictionary of Greek
συκάσιος — ον, ΜΑ [σῡκον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύκα 2. φρ. «Ζεὺς συκάσιος» προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού καθαρμού, γενικά, επειδή χρησιμοποιούσαν σύκα στους καθαρμούς, ή, κατ άλλους, προσωνυμία τού Διός ως προστάτη εκείνων που… … Dictionary of Greek